- ξενοίκιαστος
- η , ο свободный, незанятый, пустующий, не сданный в аренду (о жилище, земельном участке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξενοίκιαστος — η, ο [ξενοικιάζω] αμίσθωτος, ελεύθερος … Dictionary of Greek
ανοίκιαστος — η, ο (για ακίνητα) αυτός που δεν έχει νοικιαστεί, ξενοίκιαστος, αμίσθωτος … Dictionary of Greek